- ρουτίνη
- η, Ν(φαρμ.) ετεροζίτης που υπάρχει στα φύλλα τού απήγανου και άλλων φυτών, όπως τής τομάτας, τής τριανταφυλλιάς κ.ά., και ο οποίος αυξάνει την τονικότητα τών αγγειακών τοιχωμάτων και προλαμβάνει τις αιμορραγικές διαταραχές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rutin < νεολατ. ruta (βλ. λ. ρούτα) + -in].
Dictionary of Greek. 2013.